ἀπαρασκεύαστος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απαρασκεύαστος — κ. απαράσκευος, η, ο (Α ἀπαρασκεύαστος, ον κ. ἀπαράσκευος, ον) 1. αυτός που δεν έχει παρασκευαστεί 2. ανέτοιμος, απροετοίμαστος … Dictionary of Greek
ἀπαρασκευαστότερον — ἀπαρασκεύαστος adverbial comp ἀπαρασκεύαστος masc acc comp sg ἀπαρασκεύαστος neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαρασκευαστότατα — ἀπαρασκεύαστος adverbial superl ἀπαρασκεύαστος neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαρασκευάστως — ἀπαρασκεύαστος adverbial ἀπαρασκεύαστος masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαρασκεύαστον — ἀπαρασκεύαστος masc/fem acc sg ἀπαρασκεύαστος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαρασκευαστοτάτοις — ἀπαρασκεύαστος masc/neut dat superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαρασκευαστοτέρῳ — ἀπαρασκεύαστος masc/neut dat comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαρασκευάστοις — ἀπαρασκεύαστος masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαρασκευάστου — ἀπαρασκεύαστος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)