απαρασκεύαστος

απαρασκεύαστος
απαρασκεύαστος, -η, -ο και απαράσκευος, -η, -ο
επίρρ. απροετοίμαστος, ανέτοιμος: Η χώρα ήταν απαρασκεύαστη για πολεμική αναμέτρηση.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἀπαρασκεύαστος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απαρασκεύαστος — κ. απαράσκευος, η, ο (Α ἀπαρασκεύαστος, ον κ. ἀπαράσκευος, ον) 1. αυτός που δεν έχει παρασκευαστεί 2. ανέτοιμος, απροετοίμαστος …   Dictionary of Greek

  • ἀπαρασκευαστότερον — ἀπαρασκεύαστος adverbial comp ἀπαρασκεύαστος masc acc comp sg ἀπαρασκεύαστος neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπαρασκευαστότατα — ἀπαρασκεύαστος adverbial superl ἀπαρασκεύαστος neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπαρασκευάστως — ἀπαρασκεύαστος adverbial ἀπαρασκεύαστος masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπαρασκεύαστον — ἀπαρασκεύαστος masc/fem acc sg ἀπαρασκεύαστος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπαρασκευαστοτάτοις — ἀπαρασκεύαστος masc/neut dat superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπαρασκευαστοτέρῳ — ἀπαρασκεύαστος masc/neut dat comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπαρασκευάστοις — ἀπαρασκεύαστος masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπαρασκευάστου — ἀπαρασκεύαστος masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”